- κατεμβρῑθεύομαι
- κατ-εμ-βρῑθεύομαι, darauf lasten, hart anlassen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεμβριθεύομαι — (Μ) επιπλήττω κάποιον με αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εμβριθεύομαι (< ἐμβριθής), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek